αὐτο-σφαγής
[402] αὐτο-σφαγής, ές, Soph. Ai. 828 ὥσπερ εἰςορῶσ' ἐμὲ αὐτοσφαγῆ πίπτοντα (durch eigene Hand getödtet: [402] so auch Eur. Phoen. 1326), τὼς αὐτοσφαγεῖς πρὸς τῶν φιλίστων ἐκγόνων ὀλοίατο, durch den Zusatz erkl., durch Blutsverwandte getödtet.