βίοτος

[446] βίοτος, , poet. = βίος; Hom. oft; = L eben Iliad. 7, 104 ἔνϑα κέ τοι, Μενέλαε, φάνη βιότοιο τελευτὴ Ἕκτορος ἐν παλάμῃσιν; 4, 170 αἴ κε ϑάνῃς καὶ πότμον ἀναπλήσῃς βιότοιο; Od. 2, 218 εἰ μέν κεν πατρὸς βίοτον καὶ νόστον ἀκούσω; 5, 394 ὡς δ' ὅτ' ἂν ἀσπάσιος βίοτος παίδεσσι φανήῃ πατρός, ὃς ἐν νούσῳ κῆται; = Vermögen Od. 2, 123 τόφρα γὰρ οὖν βίοτόν τε τεὸν καὶ κτήματ' ἔδονται, Homerisch, βίοτον u. κτήματα stehn παραλλήλως, d. h. sie sind gleichbedeutend; vgl. 16, 384; Od. 3, 301 βίοτον καὶ χρυσόν παραλλήλως; = Waaren Od. 15, 456 ἐν νηὶ βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο; = Kaufsumme für einen Sklaven Od. 17, 250 ἵνα μοι βίοτον πολὺν ἄλφοι; = Lebensunterhalt Od. 17, 594, wo Eumäus zum Telemachus sagt ἐγὼ μὲν ἄπειμι, σύας καὶ κεῖνα φυλάξων, σὸν καὶ ἐμὸν βίοτον; vgl. noch Iliad. 14. 122 ναῖε δὲ δῶμα ἀφνειὸν βιότοιο und Od. 1, 160 ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν; – öfter Tragg. u. Pind.; Lebensart, Ar. Eccl. 594.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 446.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: