[435] βαρυ-στενάχων, schwer seufzend, Il. 1, 364. 4, 153. 9, 16. 16, 20. 18, 78. 323. 23, 60, βαρυστενάχοντι 18, 70; Sp. D.; wird besser getrennt geschrieben; vgl. βα ρέα στενάχοντα Odyss. 5, 420. 10, 76 Iliad. 8, 334. 13, 538. 14, 432, βαρέα στενάχοντε Iliad. 13, 423, und βαρὺ δὲ στενάχοντος ἄκουσεν Odyss. 8, 95. 534.