[437] βασιληΐς, ΐδος, fem. zu βασιλεύς, Il. 6. 193 δῶκε δέ οἱ τιμῆς βασιληίδος ἥμισυ πάσης, ἅπαξ εἰρημ.; Hes. Th. 462; Eur. Hipp. 1281; sp. D.