[449] βλήχων, ωνος, ἡ, u. βληχώ, bes. acc. βληχώ, ion. γλήχων, dor. γλάχων, Polei, mentha pulegium, vgl. B. A. 30. In obscönem Sinne τὴν βληχὼ παρατετιλμένη Ar. Lys. 89, Schol. τὸ αἰδοῖον.