[452] βολή, ἡ, der Wurf (s. βάλλω); Hom. dreimal, Odyss. 17, 283 οὐ γάρ τι πληγέων ἀδαήμων οὐδὲ βολάων, 24, 161 ἀλλ' ἔπεσίν τε κακοῖσιν ἔνίσσομεν ἠδὲ βολῇσιν; übertr., vom Blicke der Augen 4, 150 κείνου γὰρ τοιοίδε πόδες τοιαίδε τε χεῖρες ὀφϑαλμῶν τε βολαὶ κεφαλή τ' ἐφύπερϑέ τε χαῖται. – Hesiod. Th. 683 ἔνοσις δ' ἵκανε βαρεῖα Τάρταρον, ποδῶν τ' αἰπεῖα ἰωὴ ἀσπέτου ἰωχμοῖο βολάων τε κρατεράων· ἃς ἄρ' ἐπ' ἀλλήλοις ἵεσαν βέλεα στονόεντα; κεραύνιοι Aesch. Spt. 412, wie Eur. Troad. 92; Lycophr. 560; πέτρων Eur. Or. 59; ἀκοντίου Xen. Hell. 4, 5, 15; ἀγκίστρου Plut. Sol. 26; βελέων Opp. Cyn. 3, 137. Uebertr., Blick, βλεμμάτων Aesch. frg. 224; vgl. Herodian. 1, 7, 9; ἡλίου, Sonnenstrahlen, Soph. Ai. 877; Eur. Or. 1259; Ap. Rh. 1, 607; χιόνος Eur. Bacch. 661; χρυσοῦ Ep. ad. 189 (App. 256); übh. = βέλος, z. B. ἔρωτος Ep. ad. 18 (XII, 160). Bei Theophr. ἀνϑῶν, das Abwerfen, Verlieren.