[458] βουλη-φόρος, Rath bringend, gebend, bei Hom. Beiw. der Fürsten u. Ersten im Volke, z. B. ἀνήρ Il. 2, 24; ἐσϑλὸς Μυρμιδόνων βουληφόρος ἠδ' ἀγορητής 7, 126; Ἕκτωρ μὲν μετὰ τοῖσιν, ὅσοι βουληφόροι εἰσίν, βουλὰς βουλεύει 10, 414; Φαιήκων βουληφόροι Odyss. 13, 12. Vom Markt, der Volksversammlung, Odyss. 9, 112 τοῖσιν δ' οὔτ' ἀγοραὶ βουληφόροι οὔτε ϑέμιστες, vgl. Pind. Ol. 12, 5 λαιψηροὶ πὀλεμοι κἀγοραὶ βουλαφόροι. – Adv., βουληφόρως προκατέλαβες ὅρασιν Men. bei Fulgent. Myth. 3, 1 p. 199.