[450] βο-άγριον, τό, Schild vom Fell eines (wilden?) Ochsen; Hom. zweimal, Iliad. 12, 22 πολλὰ βοάγρια καὶ τρυφάλειαι, Odyss. 16, 296 δύο φάσγανα καὶ δύο δοῠρε καὶ δοιὰ βοάγρια; – sp. D., wie Antip. 29 (IX, 323).