[461] βράσσων, ον, compar. zu βραδύς; νόος Il. 10, 226; vgl. Herodian. Μονήρ. λέξ. p. 37, 5; Apollon. Lex. Homer. p. 53, 7; Scholl. D Iliad. 10, 226 βράσσων: βραδύτερος, ἐλάσσων· ἢ ταρασσόμενος καὶ ἀκαταστατῶν, μεταφορικῶς; Cramer. Anecd. Paris. 3 p. 87, 7. S. unter βραδύς, βραχύς und βράζω.