[463] βριαρός, stark, fest; im Hom. Beiwort des Helms: κόρυϑα βριαρήν Iliad. 11, 375. 18, 611. 22, 112, ἐν κόρυϑι βριαρῇ Iliad. 16, 413. 579, νευστάζων κόρυϑι βριαρῇ Iliad. 20, 162, τρυφάλειαν βριαρήν Iliad. 19, 381; – Sp. Ep., wie Coluth. 30; ῥίζα Nic. Ther. 659; δέμας Tryph. 19.