[464] βρῑθοσύνη, ἡ, dasselbe, Hom. zweimal, dativ. βριϑοσύνῃ Versanfang, Iliad. 5, 839 μέγα δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων | βριϑοσύνῃ, 12, 460 πέσε δὲ λίϑος εἴσω | βριϑοσύνῃ. – Nonn. D. 1, 298.