[468] βυσσο-δομεύω, in der Tiefe bauen; im tiefen Herzensgrund ersinnen, nur von bösen, feindseligen Dingen; Hom. siebenmal. stets Versende: ἀλλ' ἀκέων κίνησε κάρη, κακὰ βυσσοδομεύων Odyss. 17, 465. 491. 20, 184; αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην κακὰ βυσσοδομεύων Odyss. 9, 316; βῆ ῥ' ἴμεν ἐς χαλκεῶνα κακὰ φρεσὶ βυσσοδομεύων Odyss. 8, 273; μνηστῆρες ἠγερέϑοντο ἔσϑλ' ἀγορεύοντες, κακὰ δὲ φρεσὶ βυσσοδόμευον Odyss. 17, 66; μύϑων, οὓς μνηστῆρες ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον Odyss. 4, 676; – δόλον Hes. Sc. 50; όργήν Luc. Calumn. 24; absolut, Opp. C. 1, 250; τὰ βυσσοδομευόμενα, heimliche Anschläge, Hel. 7, 11.