[452] βόλομαι, poet. = βούλομαι; βόλεται Il. 11, 319: βόλεσϑε Od. 16, 387; ἐβόλοντο Od. 1, 234. Vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 11, 319 ἡ διπλῆ, ὅτι βόλεται ἀντὶ τοῦ βούλεται.