[469] βῶτις, ιδος, ἡ, dor. fem. zu βούτης, Hirtin, Theocr. βώτωρ, ορος, ὁ, Hirt, Hom. dreimal, βώτορας ἄνδρας Versende Iliad. 12, 302, βώτορες ἄνδρες Versende Odyss. 14, 102. 17, 200.