[470] γαλαθηνός, όν, noch Milch saugend, jung, zart (γάλα – ΘΑΏ, ϑῆσϑαι, ϑήσατο); Hom. zweimal, ἔλαφος νεβροὺς κοιμήσασα νεηγενέας γαλαϑηνούς Odyss. 4, 336. 17, 127; – Anacr. bei Ael. N. A. 5, 39; γαλαϑηνά Her. 1, 183; βρέφη, Ath. IX, 396 c, wo Bsple aus comic.