[476] γδουπέω, p. = δοῦπος, δουπέω in Zusammensetzungen, vgl. ἐρίγδουπος; Tmesis Iliad. 11, 45 ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι διὰ τὸ μέτρον παράκειται τό γ· τὸν δὲ δοῦπον οὐκ ἂν εἴποι γδοῦπον.