[479] γελοιάω, von γελοῖος, unter Lachen Scherz treiben; Hom. hymn. Vener. 49 καί ποτ' ἐπευξαμένη εἴπῃ μετὰ πᾶσι ϑεοῖσιν, ἡδὺ γελοιήσασα, φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη, ὥς ῥα ϑεοὺς συνέμιξε καταϑνητῇσι γυναιξίν; var. lect. Odyss. 20, 390 γελοιῶντες, neben γελοίωντες (von γελάω); var. lect. Odyss. 20, 347 γελοίων, neben γελώων: Letzteres gehört entschieden zu γελάω, während γελοίων sowohl von γελάω als von γελοιάω abgeleitet werden kann.