[494] γλαφυρός (γλάφω, γλύφω), ausgehöhlt, hohl, eigentl. von künstlicher Höhlung, γλαφυρὴ νηῦς Od. 4, 356, γλαφυραὶ νέες Iliad. 2, 516, φόρμιγξ Od. 8, 257. 17, 262. 22, 340, die bauchig gewölbte; von natürlichen Höhlungen, ἐν σπῆι γλαφυρῷ Iliad. 18, 402, ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι Od. 9, 114. 1, 15, πέτρης ἐκ γλαφυρῆς Iliad. 2, 88, πέτρῃ ὕπο γλαφυρῇ Od. 14, 533, ἐν λιμένι γλαφυρῷ, ein tiefliegender, von Felsen umgebener Hafen, oder auch nur ein sich in's Land hineinerstreckender, eine hohle Bucht, Odyss. 12, 305. Zenodot las Iliad. 11, 480 ἐν νέμεϊ γλαφυρῷ statt ἐν νέμεϊ σκιερῷ, Scholl. Aristonic. ἐν νέμεϊ σκιερῷ: ἡ διπλῆ, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει γλαφυρῷ. τοῦτο δὲ σπηλαίῳ ἢ ἄντρῳ οἰκεῖον, νομὰς δὲ ἔχοντι συνδένδρῳ τόπῳ ἀνάρμοστον, vgl. Sengebusch Aristonic. p. 13. – Hesiod. Th. 297 σπῆι ἔνι γλαφυρῷ; ἅρματα Pind. N. 9, 28; sp. D., z. B. χϑών Agath. (VII, 578). Uebh. behauen, dah. geglättet, polirt, sein; κηρίον Arist. H. A. 4, 11, u. öfter; übertr., ὦ γλαφυρώτατε Ar. Av. 1272 neben σοφώτατε; so bes. nen Arist. an häufig; Plut. vrbdt βίος γλ. καὶ ἀστεῖος Mar. 3; vgl. εἴ τι κομψὸν ἢ σοφὸν ἢ γλαφυρὸν οἶσϑα τῶν σεαυτοῦ πραγμάτων Dionys. com. Ath. VIII, 381 c (v. 2); σοφῶς ταῦτ' οἰκονομήσω καὶ γλαφυρῶς καὶ ποικίλως Alex. ib. III, 107 a (v. 20); βουλόμενος εἶναι γλ. ἀστεῖός ϑ' ἅμα Macho Ath. XIII, 579 b; χείρ, kunstgeübte Hand, Theocr. ep. 7 (VI, 337); Χαρώνδας Arist. Pol. 2, 12; τὸ γλαφυρόν, die Feinheit, Eleganz, Plut. Marc. 14; διατριβαί Cim. 3; γλαφυρὸν μειδιᾶν, μελωδεῖν, Luc. D. D. 20, 11. 7, 4; δειπνάριον Diphil. Ath. IV, 156 f; ἐμβαμμάτια Anaxipp. ib. IX, 404 (v. 35). Auch adv., z. B. ἔχειν Arist. pol. 2, 10.