[495] γλυκαίνω (redupl., s. ἀπεγλυκασμένος), süß machen, versüßen; τὰς σταφυλὰς γλυκαίνεσϑαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου Xen. Oec. 19, 19; Mosch. 3, 117; Theophr. u. a. Sp.; γλυκανϑῆναι Sext. Emp. adv. Math. 7, 192; übertr., von der Rede, φωναὶ τὴν ἀκοήν, Ggstz πικραίνω, D. Hal. de C. V. 15.