[497] γνάπτω, weichere Form für κνάπτω, w. m. s. Ebenso γνάπτωρ, γναφάλιον, γνάφαλον, γναφεῖον, γναφεύς, γναφευτικός, γναφεύω, γναφικός, γνάφος, γνάψις