[503] γουνάζομαι, dep. med., Jemandes Kniee umfassen, fußfällig anflehen, auch katachrestisch, = flehen, anflehen, ohne daß man die Kniee des Anderen umfaßt; absolut, und τινά, Jemanden, τινός, πρός τινος, bei Etwas, bei Einem, auch ὑπέρ τινος, eigentlich = für Jemanden; fut. Iliad. 1, 427 καί μιν γουνάσομαι; praes., Iliad. 22, 345 μή με γούνων γουνάζεο μηδὲ τοκήων; Odyss. 13, 324 νῠν δέ σε πρὸς πατρὸς γουνάζομαι; 11, 66 νῠν δέ σε τῶν ὄπιϑεν γουνάζομαι, οὐ παρεόντων, πρός τ' ἀλόχου καὶ πατρός, ὅ σ' ἔτρεφε τυτϑὸν ἐόντα, Τηλεμάχου ϑ', ὃν μοῠνον ἐνὶ μεγάροισιν ἔλειπες; Iliad. 15, 665 τῶν ὕπερ ἐνϑάδ' ἐγὼ γουνάζομαι οὐ παρεόντων ἡστάμεναι κρατερῶς; ganz absolut, imperfect., Iliad. 11, 130 τὼ δ' αὖτ' ἐκ δίφρου γουναζέσϑην, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι –. καὶ ὅτι τὸ γουναζέσϑην καταχρηστικῶς ἀντὶ τοῦ ἱκέτευον. – Sp. Ep.