[503] γουνόομαι, = γουνάζομαι, welches vgl.; Hom.γουνοῠμαι Iliad. 21, 74 Odyss. 6, 149. 22, 312. 344, γουνούμενος Iliad. 9, 583. 15, 660 Odyss. 4, 433, γουνούμενοι Iliad. 22, 240, γουνοῦσϑαι Odyss. 10, 521, γουνούμην Odyss. 11, 29. – Archil. 36; Anacr. 65, 1.