δαιδάλλω

[514] δαιδάλλω (ΔΑ'Ω; zunächst entstanden aus ΔΑΙΔΑΛΊΩ), kunstvoll arbeiten, verzieren; Hom. Odyss. 23, 200 λέχος ἔξεον, ὄφρ' ἐτέλεσσα, δαιδάλλων χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳἠδ' ἐλέφαντι, also wohl eingelegte Arbeit; Iliad. 18, 479 ποίει δὲ πρώτιστα σάκος μέγα τε στιβαρόν τε πάντοσε δαιδάλλων, περὶ δ' ἄντυγα βάλλε φαεινήν. – Uebh. = schmücken, zieren; πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος Pind. Ol. 2, 58; πόλιν εὐανορίαισιν 5, 21; δαιδαλϑεὶς ἀοιδαῖς P. 4, 296; μῠϑοι ψεύδεσι ποικίλοις δεδ. Ol. 1, 29; Sp.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 514.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: