[520] δακρυ-χέων, Thränen vergießend, weinend; Hom. öfters: δακρυχέων Odyss. 2, 24, δακρυχέοντος Iliad. 1, 360, δακρυχέοντα Odyss. 14, 280, δακρυχέοντες Iliad. 24, 714, δακρυχέουσα Iliad. 6, 405, δακρυχεούσης Odyss. 19, 208, δακρυχεούσῃ Odyss. 11. 183, δακρυχέουσαι Iliad. 18, 340. Vielleicht ist getrennt δάκρυ χέων zu schreiben, vgl. κατὰ δάκρυ χέουσα Iliad. 18, 428, ϑαλερὸν κατὰ δάκρυ χέουσα Iliad. 6, 496, τέρεν κατὰ δάκρυ χέουσα Iliad. 3, 142, ϑαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντα Odyss. 4, 556, ϑαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες Odyss. 10, 201, ϑαλερὸν κατὰ δάκρυ χέουσαι Odyss. 22, 447; s. Classen Beobacht. über den homer. Sprachgebrauch 2 S. 23. – Aeschyl. Sept. 919 ἐτύμως δακρυχέων ἐκ φρενός; – Sp., die auch δακρυχέειν u. δακρυχέεσκε bilden, Nonn.; vgl. Mel. 15 (XII, 72); Iul. Aeg. 56.