[524] δαυλός (so Arcad. p . 53), gew. δαῦλος accentuirt, dicht bewachsen, = δασὐς, Paus. 10, 4, 7; γένεια Nonn. D. 6, 160; übertr., δαυλοὶ γὰρ πραπίδων δάσκιοί τε τείνουσιν πόροι Aesch. Suppl. 97, von versteckten, heimlichen Anschlägen, vgl. πυκιναὶ φρένες.