[535] δείδω, fürchten; Wurzel δι (oder δFι? Vgl. ἔδδεισεν), Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 201. 2, 193. 225. 226. Praes. δείδω Hom. Iliad. 11, 470. 13, 745 u. sonst; δείδετε Simon. 56 (IX, 147); δείδομεν Dion. Hal. 6, 32; gew. perf. mit Präsensbdtg δέδοικα u. δέδια, ep. δείδοικα, δείδια, δεδίασιν Il. 24, 663; δειδιότα, δειδιότες, δειδιότων, δειδιότας Homer, δειδιότες Theocr. 22, 93, der auch ein praes. δεδοίκω hat, 15, 58; att. finden sich bes. δέδοικα, δέδιμεν, δεδίασιν, conj. δεδίω, z. B. δεδίῃ Xen. Ath. 1, 11; imprt. δέδιϑι, δέδιτε, Thuc. 4, 126; ep. δείδιϑι Il. 5, 827, Nic. Al. 443 δείδῑϑι, u. δείδιε Qu. Sm. 7, 298. 305; δείδιε als impf. Il. 18, 34. 24, 358; ἐδείδιε Qu. Sm. 10, 450 u. Nonn.; ἐδείδιον Qu. Sm. 5, 282; inf. δεδιέναι und δεδοικέναι; δεδιυῖα Eubul. B. A. 90 u. Phaed. 254 e; δειδυῖα Ap. Rh. 3, 753; ἐδέδισαν Plat. Leg III, 685 c; ἐδεδοίκεσαν; ἐδεδίεσαν, was Phryn. 180 tadelt, findet sich Thuc. 4, 55 Xen. An. 5, 6, 36 u. oft; opt. δεδιείη Plat. Phaedr. 251 a; fut. δείσομαι Aristid. 2 p. 168; δείσεται Iliad. 20, 130, δείσεσϑαι 15, 299; auch δείσω; aor. ἔδεισα, ep. ἔδδεισα; – sich fürchten, besorgen, vgl. φοβέομαι; absolut z. B. Odyss. 14, 60 ἡ γὰρ δμώων δίκη ἐστὶν αἰεὶ δειδιότων, ὅτ' ἐπικρατέωσιν ἄνακτες οἱ νέοι; gew. folgt μή, Il. 22. 455; Soph. Ant. 1100; Her. 4, 97; Thuc. 2, 76 u. sonst; ὅπως μή Soph. O. R. 1074; Ar. Equ. 112; Dem. 8, 53; vgl. τὴν ϑεὸν ὅπως λάϑω, δέδοικα Eur. I. T. 995. Seltener c. inf, sich scheuen, Bedenken tragen, Il. 7, 93; Thuc. 1, 136; Eur. Ion 1564; Plat. Crat. 407 b. – Auch περὶ ἑωυτοῦ, μή –, Her. 3, 30; vgl. Plat. Prot. 320 a; Thuc. 7, 74; ὅσσον ἐμῇ κεφαλῇ περὶ δείδια, μή τι πάϑῃσιν Il. 17, 242, var. lect. πέρι δείδια, s. Scholl., Bekker περιδείδια; Iliad. 10, 240 ἔδδεισεν δὲ περὶ ξανϑῷ Μενελάῳ; περὶ τοῖς Ἕλλησιν, μή Her. 7, 163; ἀμφί τινι, Aesch. Prom. 182, besorgt sein; ὑπέρ τινος Thuc. 1, 75; ἐκ τῶν ὕπνων, in Folge eines Traumes, Pol. 5, 52; τῷ ϑορύβῳ, durch den Lärmen erschreckt werden, Plut. Dem. 9; – c. acc., fürchten, scheuen, von Hom. an häufig; τοὺς ϑεούς, fromme Ehrfurcht haben; Odyss. 14, 389 Δία ξένιον δείσας; accus. u. accus. c. infin. neben einander Odyss. 22, 39 οὔτε ϑεοὺς δείσαντες, οἳ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν, οὔτε τιν' ἀνϑρώπων νέμεσιν κατόπισϑεν ἔσεσϑαι; mit doppeltem accusat. Iliad. 5, 827 μήτε σύ γ' Ἄρηα τό γε δείδιϑι μήτε τιν' ἄλλον | ἀϑανάτων· τοίη τοι ἐγὼν ἐπιτάρροϑός εἰμι; vgl. Iliad. 14, 312 Ἥρη, μήτε ϑεῶν τό γε δείδιϑι μήτε τιν' ἀνδρῶν | ὄψεσϑαι; vgl. Eur. Ion 1564; σημάντορας Il. 4, 431; μήτε αἰσχύνεσϑαι μήτε δεδιέναι τοὺς γονέας Plat. Rep. VIII, 562 e; vgl. Hom. Odyss. 7, 305 ἀλλ' ἐγὼ οὐκ ἔϑελον δείσας αἰσχυνόμενός τε, μή πως καὶ σοὶ ϑυμὸς ἐπισκύσσαιτο ἰδόντι; von αἰδέομαι unterschieden Euth. 12 b; vgl. jedoch Phaedr. 254 e; – τὸ δεδιός, Furchtsamkeit, Thuc. 1, 36.