δειδίσκομαι

[535] δειδίσκομαι und δεδίσκομαι, nur praes. und imperf., vgl. δεικανάομαι, δείδεκτο, δείκνυμι, δέχομαι, δεξιός, δεξιτερός; bei Hom. = b egrüßen: Odyss. 20, 197 δεξιτερῇ δειδίσκετο χειρὶ παραστάς; mit dem Becher begrüßen, zutrinken: Odyss. 18, 121 δέπαϊ χρυσέῳ δειδίσκετο; 3, 41 ἐν δ' οἶνον ἔχευεν χρυσείῳ δέπαϊ· δειδισκόμενος δὲ προσηύδα Παλλάδα; 15, 150 οἶνον ἔχων ἐν χειρὶ δεξιτερῆφιν, χρυσέῳ ἐν δέπαϊ, ὄφρα λεί, ψαντε κιοίτην, στῆ δ' ἵππων προπάροιϑε, δεδισκόμενος δὲ προσηύδα. – Bei Apoll. Rh. 1, 558 = δείκνυμι, zeigen.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 535.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: