[535] δειδίσσομαι, – δεδίσσομαι, 1) transit., in Furcht setzen, Einen erschrecken; auch = versuchen, Einen zu erschrecken: τίη δειδίσσεαι αὔτως Ἀργείους Iliad. 13, 810, μηδέ τί πω δειδίσσεο λαόν 4, 184, χερσὶ δὲ μή τί με πάγχυ κακὸν ἃς δειδισσέσϑω 15, 196, ὥς ῥα τὸν οὐκ ἐδύναντο δύω Αἴαντε Ἕκτορα ἀπὸ νεκροῦ δειδίξασϑαι 18, 164, Πηλείδη, μὴ δή μ' ἐπέεσσί γε νηπύτιον ἃς ἔλπεο δειδίξεσϑαι 20, 201. 432; ohne Object, ἀπὸ γὰρ δειδίσσετο τάφρος εὐρεῖα, wohl Tmesis, Iliad. 12, 52. – 2) intransit., erschreckt werden, fürchten: Iliad. 2, 190 οὔ σε ἔοικε κακὸν ἃς δειδίσσεσϑαι. – Vgl. δεδίσσομαι.