[534] δειδήμων, ον, genit. ονος (δείδω), furchtsam, feig; Hom. einmal, Iliad. 3, 56 ἀλλὰ μάλα Τρῶες δειδήμονες, Zenodot schrieb ἐλεήμονες, Scholl. Aristonic. [534] Diad. 3, 56 und 7, 390, Apollon. Lex. Homer. 57, 6 δειδήμονες· εὐλαβεῖς, παρὰ τὸ δέος, 57, 24 δειδήμονες· ἐλεήμονες, δειλοί – Nonn. D. 14, 321.