δερμάτινος

[549] δερμάτινος, ledern; Homer zweimal, Odyss. 8, 53. 4, 782 ἠρτύναντο δ' ἐρετμὰ τροποῖς ἐν δερματίνοισιν;Her. 7, 79 ἀσπίδας δερματίνας, Plat. Eryx. 400 e σίσυραν δερματίνην.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 549.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: