δηθύνω

[559] δηθύνω, entstanden aus ΔΗΘΥΝΊΩ, verwandt δηϑά, = lange verweilen, zögern, zaudern; Homer. Iliad. 1, 27 δηϑύνοντα; 6, 519 δηϑύνων; Odyss. 12, 121 ἢν γὰρ δηϑύνῃσϑα κορυσσόμενος παρὰ πέτρῃ; Iliad. 6, 503 οὐδὲ Πάρις δήϑυνεν ἐν ὑψηλοῖσι δόμοισιν, ἀλλ' ὅ γ' ἐπεὶ κατέδυ τεύχεα, σεύατ' ἔπειτ' ἀνὰ ἄστυ, ποσὶ κραιπνοῖσι πεποιϑώς; Odyss. 17, 278 μηδὲ σὺ δηϑύνειν, Homerisch infinitiv. anstatt des imperativ. – Ap. Rhod. 2, 75. 985.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 559.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: