[563] δημο-βόρος, das Volk verschlingend, d. h. die Güter des Volkes (βορός, βορά, βιβρώσκω), Apoll. Lex. Homer. p. 58, 11 δημοβόρος· ὁ τὰ τοῦ δήμου κοινὰ κατεσϑίων; vgl. ϑυμοβόρος. Bei Homer δημοβόρος einmal, Iliad. 1, 231 wird Agamemnon von Achilleus δημοβόρος βασιλεύς genannt. Vgl. Iliad. 18, 301 καταδημοβορῆσαι.