διαῤ-ῥαίω

[600] διαῤ-ῥαίω (s. ῥαίω), (gänzlich) vertilgen, vernichten; Odyss. 12, 290 ἀνέμοιο ϑύελλα, ἢ Νότου ἢ Ζεφύροιο, οἵ τε μάλιστα νῆα διαρραίουσι; Iliad. 9, 78 νὺξ δ' ἥδ' ἠὲ διαρραίσει στρατὸν ἠὲ σαώσει; Odyss. 2, 49 πολὺ μεῖζον (κακόν), ὃ δὴ τάχα οἶκον ἅπαντα πάγχυ διαρραίσει, βίοτον δ' ἀπὸ πάμπαν όλέσσει; Odyss. 1, 951. 16, 128 τάχα δή με διαρραίσουσι καὶ αὐτόν, bald werden sie mich todten, die Freier den Telemachos; Iliad. 2, 473. 11, 713. 17, 727 διαρραῖσαι μεμαῶτες; medium Homerisch in der Bedtg des activ. Iliad. 24, 555 ἄνδρ' ὁρόω, τάχα δ' ἄμμε διαρραίσεσϑαι ὀίω. – Sp. Ep., z. B. Opp. H. 5, 168. – Pass., διαῤῥαισϑέντας εἰς Ἅιδου μολεῖν Aesch. Prom. 236.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 600.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien:
Ähnliche Einträge in anderen Lexika