[600] διαῤ-ῥήγνῡμι (ῥήγνυμι), durchreißen, zersprengen; Homer in tmesi Iliad. 12, 308 τεῖχος ἐπᾱῖξαι διά τε ῥήξασϑαι ἐπάλξεις; vgl. διαρρήσσω; – πλευρὰν φασγάνῳ, Soph. Ai. 834; χορδάς, Plat. Phaed. 86 a; – Sp. – Pass., zerbersten, platzen, Xen. Cyr. 8, 2, 11; ὑπὸ φϑόνου, Luc. Tim. 40; ψευδόμενος, Dem. 18, 87; Ar. oft, z. B. διαῤῥαγείης, Av. 2 Pl. 279; διαῤῥαγήτω, Anaxil. Ath. X, 416 e; διαῤῥαγήσομαι, Alexis ib. VI, 258 e.