[600]διαῤ-ῥήσσω, durchreißen, durchhauen; διαρρήσσοντεςvar. lect. bei Homer Iliad. 23, 120, Eustath. p. 1291, 59 ἕτεροι δὲ ἀντὶ τοῦ διαπλήσσοντες διαρρήσσντες γράφουσιν, s. s. v. διαπλήσσω; vgl. διαρρήγνυμι, ῥήσσω.
Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 600.