[578] δια-ζώννῡμι (s. ζώννυμι), 1) umgürten, bes. med., ἐσϑῆτα, ἀκινάκην, Luc. Somn. 6 Gymn. 6; διεζωσμένοι, um die Mitte gegürtet, Thuc. 1, 6; – übh. = umgeben, φλὸξ διαζώσασα πανταχόϑεν τὴν πόλιν Plut. Brut. 31. – 2) durch Gürten zusammenziehen, γαστέρα Heliod. 10, 32; u. trennen, ἀπετείχισε τὸν αὐχένα διαζώσας ἐρύμασιν καὶ προβλήμασιν ἐκ ϑαλάττης ἐς ϑάλατταν Plut. Pericl. 19, die Landzunge durch Festungswerke abschneiden; dah. συμβαίνει τόπον ῥάχει δυςβάτῳ διεζῶσϑαι Pol. 5, 69; durchschnitten sein, wie Ἀττικὴ μέση διέζωσται ὄρεσιν ἐρυμνοῖς Xen. Mem. 3, 4, 25.
Meyers-1905: Dia [2] · Dia [3] · Dea Dia · Dia [1]
Pierer-1857: Dia [3] · Dia [2] · Dia [1]