δια-πλήσσω

[596] δια-πλήσσω (s. πλήσσω), zerschlagen, zerspalten; Homer: Iliad. 23, 120 τὰς (δρῦς) μὲν ἔπειτα διαπλήσσοντες Ἀχαιοὶ ἔκδεον ἡμιόνων, Scholl. Didym. οὕτως διαπλήσσοντες διὰ τοῦ ῆ αἱ Ἀριστάρχου, ἀντὶ τοῦ διακόπτοντες· ἄλλοι δὲ διαπλίσσοντες διὰ τοῦ ῑ, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 18 διαπλήσσοντες· διασχίζοντες. ἐὰν δὲ σὺν τῷ ῑ γράφηται, ἔσται διαβαίνοντες; außerdem Lesart διαρρήσσοντες; Odyss. 8, 507 διαπλῆξαι κοῖλον δόρυ νηλέι χαλκῷ, Scholl. Didym. διατμῆξαι: Ἀρίσταρχος διαπλῆξαι, ὡς ἀλλαχοῦ, »τὰς μὲν ἔπειτα διαπλήσσοντες Ἀχαιοί (Iliad. 23, 20)«. – Pass. διαπλήσσεσϑαι πρός τι, über etwas erstaunt sein, Epict. ench. 33, 13.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 596.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien:
Ähnliche Einträge in anderen Lexika