δια-σεύω

[601] δια-σεύω (s. σεύω), schnell hindurch bewegen; Homer öfters in der Form διέσσυτο, aorist. syncop. med. oder plusqpft. in der Bdtg eines einfachen praeterit., s. Buttmann Ausf. Gr. Ausg. 2 Bd. 2 S. 20 §. 119 Anm. 7; überall schließt διέσσυτο mit dem 4. Versfuße; absolut Iliad. 5, 661 Τληπόλεμος μηρὸν ἔγχεϊ βεβλήκειν, αἰχμὴ δὲ διέσσυτο μαιμώωσα, ὀστέῳ ἐγχριμφϑεῖ. σα, drang hindurch; mit accusat. Iliad. 2, 450 σὺν τῇ παιφάσσουσα διέσσυτο λαὸν Ἀχαιῶν ὀτρύνουσ' ἰέναι, durcheilte, durchstürmte; mit genit. Iliad. 22, 460 ἃς φαμένη μεγάροιο διέσσυτο; Odyss. 4, 37 ἃς φάϑ', ὁ δ' ἐκ μεγάροιο διέσσυτο, Scholl. Didym. ὁ δ' ἐκ μεγάροιο: Ἀρίσταρχος χωρὶς τῆς ἐκ προϑέσεως. ὁ δὲ μεγάροιο διέσσυτο· βούλεται γὰρ λέγειν διὰ μεγάρου; Iliad. 10, 194 ἃς εἰπὼν τάφροιο διέσσυτο; Iliad. 15. 542 αἰχμὴ δὲ στέρνοιο διέσσυτο μαιμώωσα, πρόσσω ἱεμένη. – Sp. Ep.; οἰωνοὶ ϑοῇσι διεσσύμενοι πτερύγεσσι Qu. Sm. 3, 641; Nonn. D. 45, 48.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 601.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien:
Ähnliche Einträge in anderen Lexika