[602] δια-σκοπιάομαι, ringsum ausspähen, auskundschaften; Il. 10, 388 ἦ σ' Ἕκτωρ προέηκε διασκοπιᾶσϑαι ἕκαστα | νῆας ἔπι γλαφυράς; 17, 252 ἀργαλέον δέ μοί ἐστι διασκοπιᾶσϑαι ἕκαστον | ἡγεμόνων.
Meyers-1905: Dia [2] · Dia [3] · Dea Dia · Dia [1]
Pierer-1857: Dia [3] · Dia [2] · Dia [1]