[609] δια-φανής, ές, durchscheinend, durchsichtig; ὕαλος Ar. Nubb. 767; ὑδάτια Plat. Phaedr. 229 b; vgl. die Erklärung Tim. 67 d; Arist. u. Sp., z. B. λίϑος Luc. Alex. 21; χιτώνια Ar. Lys. 48, δι' ὧν διαφαίνεται τὰ σώματα Suid.; dah. λίϑος ἐκ πυρὸς διαφανής Her. 4, 73. 75; κλίβανος 2, 92, vom Feuer durchglüht. – Uebertr., einleuchtend; τάδ' ἤδη διαφανῆ Soph. O. R. 754; ὁμοίωσις Plat. Epinom. 990 d; berühmt; ἡ δύναμις εἰς ἅπαντας ἀνϑρώπους διαφανὴς ἀρετῇ ἐγένετο Tim. 25 b; διαφανεῖς ἐν τοῖς ἄλλοις Rep. X, 600 b; so auch adv.; διαφανῶς ἄριστοι Legg. I, 634 b; ὁ ϑεὸς διαφανῶς σημαίνει Xen. An. 6. 1, 24; Thuc. 2, 65.
Meyers-1905: Dia [2] · Dia [3] · Dea Dia · Dia [1]
Pierer-1857: Dia [3] · Dia [2] · Dia [1]