διδυμάων

[616] διδυμάων, ονος, Zwillingsbruder; Homer viermal : Iliad. 6, 26 ἡ δ' ὑποκυσαμένη διδυμάονε γείνατο παῖδε, die νύμφη νηὶς Ἀβαρβαρέη vom Bukolion; 5, 548 ἐκ δὲ Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσϑην; 16, 672. 682 ὕπνῳ καὶ ϑανάτῳ διδυμάοσιν. Vgl. δίδυμος.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 616.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: