[628] δικασ-πόλος, wer sich mit dem Recht u. den Processen beschäftigt, Rechtspfleger, Richter; Homer zweimal, von Königen: Iliad. 1, 238 νῠν αὖτέ μιν (σκῆπτρον) υἷες Ἁχαιῶν ἐν παλάμῃς φορέουσι δικασπόλοι, οἵ τε ϑέμιστας πρὸς Διὸς εἰρύαται; Odyss. 11, 186 δαῖτας ἐίσας δαίνυται, ἃς ἐπέοικε δικασπόλον ἄνδρ' ἀλεγύνειν. – Sp. D. Callim. Iov. 3; σκῆπτρον δ. Ap. Rh. 4, 1178; Phoenix Coloph. Ath. XII, 530 e.