[646] [646] διχό-μῡθος, doppelte Reden führend, zweizüngig; διχόμυϑον ἔχουσα (γλῶσσα) κραδίῃ νόημα Sol. Scol. Iac. 1 (Ilg. 39); ἔλεξε διχόμυϑα Eur. Or. 888; Sp., wie Anton. Lib. 23.