[583] διᾱκονικός, zur Bedienung gehörig, geschickt; Ar. Plut. 1170; τέχναι δ. καὶ δουλοπρεπεῖς Plat Gorg. 518 a; auch διακονικώτερος, 517 b; πράξεις, Dienergeschäfte, Arist. Pol. 2, 4; ἔργα, 7, 14. – Adv., διακονικῶς, flink, προιλήλυϑας Men. Ath. IV, 172 c.