δι-έρομαι

[621] δι-έρομαι, ep. διείρομαι, eigentlich = genau fragen, meist schlechtweg = fragen. Homer Odyss. 4, 492. 11, 463 τί με ταῦτα διείρεαι; »weshalb fragst du mich danach?«; Odyss. 24, 478 τί με ταῠτα διείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς; dabei stehn διείρεαι und μεταλλᾷς auf Homerische Art παραλλήλως, d. h. sie sind gleichbedeutend; Iliad. 15, 93 μή με, ϑεὰ Θέμι, ταῠτα διείρεο; 1, 550 μή τι σὺ ταῦτα ἕκαστα διείρεο μηδὲ μετάλλα. – Ap. Rh. 4, 730; aor. διήρετο, Plat. Phil. 42 e; Dio Cass. 38, 4.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 621.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: