[592] δι-ανθίζω, mit Blumen sticken; χλαμύδες διηνϑισμέναι Plut. Philop. 9; übh. = verzieren, schmücken; στέφανος λίϑοις πολυτελέσι διηνϑισμένος Hdn. 5, 3, 12; τὴν κεφαλὴν στεφάνοις Luc. Bis acc. 16, u. a. Sp. – Med. = ἀπανϑίζομαι, Clem. Al.