[599] δι-αρκής, ές, hinreichend; χώρα, Thuc. 1, 15; χρήματα καὶ σῖτος, 6, 90, u. Sp.; εἴς τι, Plut. Fab. Max. 11; πρός τι, Dion. Hal. 4, 23; auch = anhaltend, ὑετοί, Plut. – Adv., διαρκῶς; superl., διαρκέστατα ζῆν εἰς τὸ γῆρας Xen. Mem. 2, 8, 6.