[609] δι-αύλειον, τό, Suid., διαύλιον, Hesych. und Schol. Ar. Ran. 271. 1282; das Zwischenflötenspiel, ὅταν ἡσυχίας πάντων γενομένης ἔνδον ὁ αὐλητὴς ᾄσῃ.