[617] δι-εγείρω (s. ἐγείρω), aufwecken; Hippocr.; τὴν φύσιν διεγείρας Anaxipp. Ath. IX, 404 (v. 47); ἐξ ὕπνου διέγρετο Paul. Sil. 12 (v, 275); διεγερϑείς Lucill. 99 (XI, 171).