[650] δμήτειρα, ἡ, Bezwingerin, entstanden aus ΔΜΗΤΈΡΙΑ, fem. von δμητήρ; Homer einmal, Iliad. 14, 259 εἰ μὴ νὺξ δμήτειρα ϑεῶν ἐσάωσε καὶ ἀνδρῶν, nach Scholl. Didym. Zenodot u. Aristophanes μήτειρα, Porphyrius Scholl. Iliad 8, 1 p. 216 a 45 εἰ μὴ νὺξ δὴ μήτηρ τε ϑεῶν ἐσάωσε καὶ ἀνδρῶν.